Ένα ζώο, ένα πρόσωπο
Άνθρωπε, όταν ήρθες στη Γη εγώ ήμουνα ήδη εδώ.
Σε θυμάμαι να κάνεις τα πρώτα σου δειλά βήματα δίπλα μας.
Εμείς να τρώμε το γρασίδι και εσύ να απλώνεις τα χέρια και να τρως τους καρπούς των δέντρων.
Τί ανακούφιση! Ευτυχώς ήσουν φυτοφάγος, ήσουν σαν κι εμάς, ήσουν δικός μας.
Στο πρόσωπο σου βλέπαμε ένα φίλο και εσύ το ίδιο σε μας.
Κι εσύ δεν μας φοβόσουν, ήξερες ότι δεν θα σου κάνουμε κακό.
Η αλήθεια είναι ότι παρά την περιέργεια δεν πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο.
Παραμέναμε διακριτικοί παρατηρητές όσων συνέβαιναν στη ζωή σας από μακρυά και εσείς στην δική μας.
Έτσι κύλησε ο καιρός, πέρασαν πάνω από 1 εκατομμύριο χρόνια και η εξ αποστάσεως φιλία μας ήταν ακλόνητη.
Ώσπου μια μέρα, 10 χιλιάδες χρόνια πριν - την θυμάμαι εκείνη τη μέρα σαν χτες - όλα άλλαξαν.
Αποφασίσατε να μπείτε στην ζωή μας και εισβάλλοντας ως κατακτητές την αλλάξατε δραματικά.
Δεν καταλάβαμε για πότε βρεθήκαμε αιχμάλωτοι και δεμένοι, για ποτε χάθηκαν οι οικογένειες μας, οι γονείς μας, τα αδέρφια μας, τα παιδιά μας, οι φίλοι μας.
Ξαφνικά ανακαλύψαμε πως η ζωή μας δεν ήταν πια δική μας, ούτε το σώμα μας ήταν πια δικό μας, ούτε τα παιδιά μας ήταν πια δικά μας.
Γίνατε οι απόλυτοι δυνάστες μας, μετατρέποντας μας σε ιδιοκτησία σας.
Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας, πως ο φίλος μεταμορφώθηκε στο πιό άγριο θηρίο που γνωρίσαμε ποτέ.
Και σοκαρισμένοι αναρωτιώμαστε πως είναι δυνατόν αυτός που θεωρούσαμε δικό μας, να μας στερήσει κάθε χαρά και κάθε νόημα ζωής.
Έκτοτε ζούμε κάτω από τον ζυγό της αβάσταχτης δουλείας και καταναγκαστικά υπομένουμε κάθε μαρτύριο που μας επιβάλλει ο αυτόκλητος αφέντης μας, κοιτώντας τον στα μάτια, και περιμένοντας για μια στιγμή να σταματήσει αυτό το παράλογο μακελειό και να μας κοιτάξει κι αυτός.
Άνθρωπε, κοίταξε με.
Είμαι το ζώο δίχως αύριο.
Κοίτα με καλά στα μάτια.
Είμαι το βλέμμα που πρωτοαντίκρυσες.
Κοίτα το πρόσωπο μου. Σου θυμίζει κάτι αυτό το πρόσωπο;
Θυμήσου. Δενμπορεί να το ξέχασες. Το ξέρεις από τα βάθη του χρόνου.
Στο πρόσωπο αυτό έβλεπες ένα φίλο, θυμάσαι;
Ναι, καλά θυμάσαι. Είμαι εγώ, το ζώο της μακρυνής αγέλης.
Της μακρυνής εποχής που ζούσαμε και οι δύο ελεύθεροι και ευτυχισμένοι.
Τώρα είμαι εδώ έρμαιο στα χέρια σου.
Αντιμέτωπο με το μίσος σου απέναντι μου, ψάχνοντας μάταια να βρω την αιτία της μανίας σου.
Όχι δεν σου ζητώ εξηγήσεις.
Μη πεις τίποτα.
Μόνο προσπάθησε να φέρεις στο μυαλό σου όλη αυτή την παλιά ιστορία.
Και ψάξε μέσα της να βρεις ένα άλλο πρόσωπο.
Το πρόσωπο που εγώ γνώρισα.
Τον πραγματικό σου εαυτό.
Κι όταν τον βρεις, θα καταλάβεις.
Θα καταλάβεις το λάθος σου και την μεγάλη σου δυστυχία.
Όχι δεν είμαι εδώ για να σου δημιουργήσω τύψεις.
Ούτε θα σου πω τι να κάνεις.
Αυτό θα το νοιώσεις να πηγάζει από μέσα σου σαν ένα ορμητικό ποτάμι, που στο πέρασμα του θα ξεπλύνει το κακό που έκανες.
Το αθώο αίμα, τον φόβο, την λύπη, το ψυχικό τραύμα, το μαρτύριο, τη βία.
Και τότε θα μας δεις πάλι ελεύθερους και ανενόχλητους να απολαμβάνουμε το δώρο της ζωής.
θα θέλεις να μας παρατηρείς και να μας χαίρεσαι από μακρυά, όπως τότε.
Θα μας βλέπεις να ζούμε ευτυχισμένοι με τους δικούς μας φίλους.
Θα μας βλέπεις να ερωτευόμαστε, να κάνουμε οικογένειες, να μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, να παίζουμε και να διασκεδάζουμε, να απολαμβάνουμε τον ήλιο, την βροχή και τον αέρα, την ομορφιά της φύσης και το γύρισμα των εποχών!
Θα βλέπεις να δικαιώνουμε πλήρως το νόημα της ύπαρξης μας και θα πλημμυρίζεις από χαρά γιατι:
στο πρόσωπο μας θα βλέπεις το δικό σου πρόσωπο!