Υπάρχουν άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη ευαισθησία προς τους άλλους ανθρώπους και αυτό γίνεται άμεσα προφανές από τον αυθόρμητα ζεστό και ειλικρινή τρόπο που σκέφτονται, νοιάζονται και πράττουν για τους άλλους. Οι άνθρωποι αυτοί είναι τα απτά δείγματα της πιο αγνής καλοσύνης, της αγνότητας των προθέσεων και της ανθρωπιάς.
Όμως κατά ένα πολύ περίεργο και τραγικό τρόπο, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται τόσο έντονα για τους άλλους και οι οποίοι εξίσου αυθόρμητα θα βοηθούσαν π.χ. ένα σπουργίτι ή ένα αδέσποτο ζώο, θα καθίσουν χωρίς δεύτερη σκέψη σε ένα τραπέζι με πιάτα που περιλαμβάνουν τα μέλη άλλων σφαγιασμένων ζώων.
Εδώ ίσως έχουμε το πιο μεγάλο παράδοξο στην πιο έντονη έκφραση του: Απόλυτο δόσιμο για τους ανθρώπους από την μια, ενώ από την άλλη, μια μακάρια άγνοια και συμμετοχή στην κατανάλωση και εκμετάλλευση των μη ανθρώπινων ζώων.
Ωστόσο μια τέτοια συμπεριφορά δεν είναι ανεξήγητη, δεδομένης της σαρωτικής προπαγάνδας που δεχόμαστε όλοι από την γέννησή μας σχετικά με τα μη ανθρώπινα ζώα.
Είναι ένα σύμπλεγμα αντιλήψεων σχεδιασμένο να κρύβει την αλήθεια και να μας κάνει να μην βλέπουμε και να μην αντιλαμβανόμαστε τα άλλα ζώα γι αυτό που πραγματικά είναι: αισθανόμενα όντα.
Είναι μια παραλλαγή του ίδιου τύπου αντιλήψεων που διαστρεβλώνουν την εικόνα του οποιουδήποτε άλλου ώστε να τον κάνουν να φαίνεται ένας παρίας που αξίζει να υφίσταται την εκμετάλλευση.
Όμως πέρα από την αντίφαση της συμπεριφοράς αυτών των ανθρώπων, το πιο σημαντικό είναι ότι με την παρουσία τους ανάμεσά μας αποδεικνύεται έτσι η φυσική προδιάθεση του ανθρώπου προς το καλό και κατ’ επέκταση προς την ουσία του veganism, η οποία πολύ γενικά θα λέγαμε ότι είναι η επιλογή υπέρ του καλού, μεταξύ δύο καταστάσεων όπου η μία προωθεί το δίκαιο και η άλλη το άδικο.
Ως εκ τούτου το «γονίδιο» του veganism υπάρχει μέσα μας και ερχόμαστε στο κόσμο φέροντάς το ενσωματωμένο στην ύπαρξή μας (Η γνωστή μεταφορά του Douglas Dunn με το μικρό παιδί που θα παίξει με το κοτοπουλάκι αλλά όταν πεινάσει, θα φάει το μήλο).
Όμως από την πρώτη στιγμή αρχίζει η καταπίεση αυτής της φυσικής προδιάθεσης, η απώθησή της και η κάλυψή της με εναποθέσεις στρωμάτων αποστασιοποίησης, αποσύνδεσης, άρνησης και αδιαφορίας. Ώσπου τελικά εξαφανίζεται κάτω από ένα βαθύ στρώμα και μπορεί να επανέλθει στο φως μόνο με μια διαδικασία που μοιάζει με την αρχαιολογική ανασκαφή.
Μιλώντας στους ανθρώπους για τον veganism είναι σαν να ξεκινάμε αυτήν την ανασκαφή, η οποία όμως δεν είναι μια ενιαία διαδικασία για όλους. Αλλού θα χρειαστεί η σκαπάνη να μετακινήσει μεγάλο όγκο εναποθετημένων υλικών, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ένα απαλό σκάλισμα με τα δάχτυλα αρκεί για να αρχίσει να αποκαλύπτεται το εύρημα.
Έτσι θεωρώ ότι οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι πιο κοντά στον veganism και είναι ίσως οι πρώτοι που μπορούν να γίνουν βίγκαν και να ολοκληρώσουν αυτή την φυσική τους προδιάθεση να προάγουν το καλό.
Πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, θα έλεγα ότι αυτοί οι άνθρωποι κυριολεκτικά οφείλουν στον εαυτό τους να γίνουν βίγκαν, γιατί με το να εξακολουθούν να είναι καταναλωτές ζωικών είναι σαν να βάλλουν κατά του ίδιου τους του εαυτού, σαν να απαρνούνται τη φύση τους, την φύση της ανιδιοτελούς καλοσύνης.
Τα μη ανθρώπινα ζώα πάνω απ’ όλα χρειάζονται τέτοιους συμμάχους και συνοδοιπόρους, χρειάζονται αυτές τις ιδιαίτερα ευαίσθητες ψυχές στον αγώνα απελευθέρωσής τους από το επίπονο και ανεξήγητο καθεστώς το οποίο τους έχουμε επιβάλλει.
Πότε επομένως οι άνθρωποι καλής θέλησης θα υπερβούν το διαχωριστικό τείχος και θα συμπεριλάβουν στον κύκλο της αμερόληπτης και δίκαιης συμπεριφοράς τους και τα ζώα που άδικα υφίστανται τα όσα υφίστανται;
Νομίζω ότι είναι θέμα χρόνου και του κατάλληλου ερεθίσματος.
Ο veganism είναι έτοιμος να ανθίσει μέσα τους και το μόνο που περιμένουν είναι ένα ερέθισμα, ένα μικρό σκούντημα και είναι έτοιμοι να μπουν στην διαδικασία.