Είναι η πρώτη ερώτηση που θα ρωτήσει
κάποιος μόλις ακούσει τη λέξη φυτοφάγος συνοδευόμενη συνήθως από την εμφανή
έκπληξη για το πως είναι δυνατόν να είμαστε ακόμα καλά. Είναι το αυτόματο
ανακλαστικό του προγραμματισμένου με μύθους μυαλού του μέσου ανθρώπου στο οποίο
η φυτική διατροφή έχει συνδεθεί με ανεπάρκειες και ασθένεια.
Ο ίδιος αυτός μέσος άνθρωπος θα έμενε κατά
πάσα πιθανότητα απαθής στο άκουσμα κάποιου που τρέφεται με επεξεργασμένες
τροφές, με τα προϊόντα της συμβατικής χημικής γεωργίας, με τα «προϊόντα» της «ζωικής οικονομίας» ή στο
άκουσμα κάποιου που είναι καπνιστής ή καταναλωτής αλκοόλ. Όμως η φυτοφαγία έχει
εμφυτευτεί ως ο μπαμπούλας και ο απόλυτος κίνδυνος, εξ ου και ο αυτόματος
συνειρμός με τις εξετάσεις. Μάλιστα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το ερώτημα δεν
μεταφέρει ειρωνεία αλλά εκφέρεται με ειλικρινές ενδιαφέρον για την υγεία μας.
Η απάντηση λοιπόν, στους συνομιλητές μας, (η
οποία δεν πρόκειται να τους καθησυχάσει αλλά μάλλον θα τους ανησυχήσει και θα
τους δώσει τροφή για σκέψη) είναι ότι κάποιος, ως φυτοφάγος ή για την ακρίβεια
ως vegan, ναι κάνει
εξετάσεις. Δεν γίνεται να μην κάνει εξετάσεις. Τις έχει κάνει όλες και συνεχίζει
τον εξονυχιστικό έλεγχο. Πρέπει να ξέρει ανά πάσα στιγμή που βρίσκεται. Πρέπει
να ξέρει την αλήθεια.
Πρώτα και κύρια εξετάζει το μεγάλο
παράδοξο: πως βρεθήκαμε στην απέναντι πλευρά, αντιμέτωποι με την αισθανόμενη
ζωή.
Πως είναι δυνατόν εμείς που είμαστε φτιαγμένοι
από αισθανόμενη ζωή και που γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να αισθάνεσαι
μια πληθώρα αισθημάτων και συναισθημάτων, να φτάσουμε σε μια κατάσταση απάθειας
γι αυτήν;
Από αυτή την βασική εξέταση και διαπίστωση
οδηγούμαστε απευθείας στην επίγνωση ότι η αιτία των δεινών μας και των κρίσεων
που πλήττουν την ανθρωπότητα είναι ακριβώς αυτή η αποσύνδεση.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η βασικότερη των
αναγκών μας, η διατροφή, λόγω της δυνατότητάς της να επηρεάζει κάθε άλλη πτυχή
της ζωής μας. Η τρέχουσα επιβεβλημένη διατροφή παράγεται με αδικία για άλλους
ανθρώπους, για τα μη ανθρώπινα ζώα και για το οικοσύστημα. Και όλη αυτή η
αδικία δεν είναι δυνατόν να μην κορέσει τη ζωή μας και τις κοινωνίες μας και στη
συνέχεια να παράγει τις διάφορες κρίσεις σε κάθε επίπεδο.
Γιατί όταν για την πιο ζωτική, καθημερινή
ανάγκη της τροφής συναινούμε με ένα δόγμα και την πρακτική του να προβαίνει
στην καταπίεση των μη ανθρώπινων ζώων και των ανθρώπων και στην καταστροφή του περιβάλλοντος,
το μόνο που κατορθώνουμε είναι να εδραιώνουμε ένα ανώμαλο σύστημα που παράγει αδιάκριτα
κρίση και δυστυχία για ανθρώπους και μη ανθρώπους.
Η διατροφή έχει έτσι μετατραπεί σε μέσο
για την άλωση της σκέψης και την στρέβλωση της λογικής με την καθιέρωση του
οργουελικού «τροφή είναι η μη τροφή» δηλαδή κάτι που τόσο σε βιολογικό αλλά και
στο ηθικό επίπεδο είναι πραγματικό σκουπίδι, κορεσμένο με την υποκρισία, την
δυστυχία, και την ισοπέδωση των αξιών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η επικράτηση αυτής
της διατροφής καθιερώνει και έναν συγκεκριμένο τύπο κόσμου, δηλαδή την εικόνα και
την μορφή του σημερινού κόσμου όπου υπάρχει η παρούσα οικονομία και οι πολιτικές
που πηγάζουν από αυτήν και φυσικά οι αντίστοιχες συνέπειες. Η άλωση της σκέψης για
ένα τόσο ζωτικό ζήτημα και η συγκάλυψη της καταπίεσης ως διατροφή εξαπατά τους
ανθρώπους να συμμετάσχουν στο διαίρει και βασίλευε με την καταπίεση όσων
(ανθρώπων και μη ανθρώπων) βρίσκονται πιο κάτω από αυτούς στην ιεραρχία της
καταπίεσης.
Όμως η παραπάνω επίγνωση οδηγεί με την
σειρά της στην διαδικασία εξέτασης των επιμέρους πτυχών αυτού του βασικού
διχασμού.
Αυτή περιλαμβάνει την εξέταση του πως η διαβόητη
«εξημέρωση» των ζώων (κυριολεκτικά υποδούλωση) οδήγησε στην δημιουργία του συστήματος της καταπίεσης το
οποίο ξεκινώντας πριν περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια φτάνει ως το σήμερα με
διάφορες μορφές.
Κατόπιν έρχεται στο προσκήνιο η εξέταση
του πως ξαφνικά ένα διατροφικό δόγμα γέμισε τις δυτικές κοινωνίες με ζωικά
«προϊόντα» και μέσα σε λίγες δεκαετίες από το τέλος του 2ου ΠΠ και
μετά περάσαμε από μια φυτική διατροφή στον απόλυτο κορεσμό με ζωικά. Και αυτό αποκαλύπτει
πως η διατροφή που επιβλήθηκε έχει τελικά την δύναμη να μετατρέπει τους ανθρώπους σε πιόνια ενός ανώμαλου συστήματος, μέσα από την ιδεολογική ενίσχυση της
καταπίεσης, τον εκμαυλισμό της συνείδησης, και την απομάκρυνση από την
διατροφική μας ανατομία.
Και τέλος εύλογα προκύπτει η εξέταση του πως
μπορούν να υπάρχουν στο λεξιλόγιο μας λέξεις όπως κρέας, γαλακτοκομικά, αυγά, μέλι, δέρμα, γούνα, πειράματα, τσίρκο, κλπ όταν ξέρουμε τι αυτά
σημαίνουν για τα μη ανθρώπινα ζώα αλλά και για τους ανθρώπους. Και η τραγική
διαπίστωση είναι ότι όλο αυτό το αμαρτωλό και ανώμαλο μόρφωμα που λέγεται «ζωική
οικονομία» - προς απέραντη απογοήτευση αλλά και ντροπή για το ανθρώπινο είδος –
δεν είναι παρά η λεηλασία της
ζωής μεταμφιεσμένη ως τροφή, ένδυση, διασκέδαση, έρευνα και επιστήμη, και ότι άλλο
επικαλείται το σύστημα που την προωθεί.
Όλα τα παραπάνω ευρήματα δεν μπορούν παρά
να οδηγούν πλέον στην ευνόητη τελική εξέταση.
Όχι δεν είναι οι προληπτικές εξετάσεις
ελέγχου της υγείας που υπονοούν οι συνομιλητές μας. Σίγουρα δεν είναι κακό να
γίνονται τέτοιες εξετάσεις οι οποίες για τους vegan στατιστικά και κόντρα στα
στερεότυπα είναι πολύ καλύτερες από τον μέσο όρο.
Όμως κατά πόσο μπορεί κάποιος να
παραμείνει συνολικά υγιής (σωματικά, ψυχολογικά, συναισθηματικά, πνευματικά) ακόμα
κι αν οι εξετάσεις του είναι καλές υπό τις συνθήκες ενός νοσηρού συστήματος; Αναπόφευκτα
μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο αυτού του συστήματος της καταπίεσης που προάγει την
νόσο σε κάθε πτυχή της ζωής μας, το κινδυνολογικό ερώτημα «από που θα πάρω την
πρωτεΐνη μου;» ακούγεται κοντόφθαλμο και ψευδεπίγραφο. Έτσι, στη θέση του
προβάλει ένα άλλο θεμελιώδες ερώτημα: «από που θα πάρω την δικαιοσύνη που
χρειάζεται αυτός ο κόσμος για να είναι ένας κόσμος όπου θα ευημερούν πλέον όλα
τα αισθανόμενα όντα».
Και άρα το κρίσιμο ζήτημα είναι πως οι πηγές
πρωτείνης, ασβεστίου, σιδήρου και όλων των υπόλοιπων θρεπτικών συστατικών θα είναι
ταυτόχρονα και πηγές δικαιοσύνης, ελευθερίας και σεβασμού της ζωής. Και αντίστοιχα
πως η γεύση και η ευκολία θα είναι ταυτόχρονα η γεύση και η ευκολία της δικαιοσύνης.
Την ώρα που κι εμείς είμαστε θύματα των
συνεπειών μιας κατάφωρα ψεύτικης και κατασκευασμένης κρίσης, την ώρα που έχουμε
πειστεί για ένα ψεύτικο χρέος μιας αυθαίρετης και απατηλής «οικονομίας» και αυτοκτονούμε
για ανύπαρκτα χρέη προς τραπεζίτες γκάνγκστερ, αναδύεται ένα τεράστιο και
αληθινό χρέος προς την ζωή.
Αυτό είναι το αντικείμενο της τελικής
εξέτασης από την οποία προκύπτει ότι το χρέος προς την αισθανόμενη ζωή είναι το
μόνο υπαρκτό, όσο και αν έχουμε εκπαιδευτεί να το αγνοούμε και να το
περιφρονούμε.
Αυτό το χρέος καλούμαστε να το διευθετήσουμε
κάθε μέρα στη ζωή μας, όταν για παράδειγμα βρισκόμαστε μπροστά σε μια βιτρίνα
με συσκευασμένα μέλη σωμάτων άλλων αισθανόμενων όντων ή εκκρίσεων των σωμάτων
τους ή μπροστά σε ένα γεύμα με τα παραπάνω. Κάθε τέτοια στιγμή καλούμαστε να κάνουμε
το χρέος μας προς την αισθανόμενη ζωή και να δηλώσουμε την αφοσίωσή μας σε αυτήν,
αναγνωρίζοντας και περιφρονώντας το σχέδιο (ενίσχυση της καταπίεσης) και τα
ευτελή δέλεαρ (ψευδο-γεύση, ψευδο-ευκολία, ψευδο-θρέψη, ψευδο-τροφή, πλασματική
τιμή, κλπ) με τα οποία το σύστημα της καταπίεσης προσπαθεί να μας εξαπατήσει.
Τιμώντας αυτό το χρέος σημαίνει ότι
αρνούμαστε να γίνουμε αποδέκτες της καταπίεσης που μας σερβίρεται ύπουλα με την
μορφή «προϊόντων». Σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τον ηθικό αυτουργό αυτού του
εγκλήματος, το σύστημα της καταπίεσης, και παύουμε να το στηρίζουμε ιδεολογικά
και πρακτικά, ενώ ταυτόχρονα δικαιώνουμε την φυσική μας προδιάθεση για το καλό
και την φυτοφάγο ανατομία μας.
Σημαίνει τελικά ότι δεν αναζητούμε απλά να
καλύψουμε τις ζωτικές μας και άλλες ανάγκες, δεν ζητάμε απλά να πάρουμε τα
απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, και να απολαύσουμε την γεύση και την ευκολία,
αλλά να τα κάνουμε όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο τιμά όλη την
αισθανόμενη ζωή και πορεύεται μαζί της και όχι ενάντια σ’ αυτήν.
Έτσι το συμπέρασμα που βγαίνει μετά από όλες
αυτές τις εξετάσεις είναι ότι η περιεκτική δικαιοσύνη (της οποίας η φυτοφαγία
είναι η βασική πράξη) είναι η προφανής επιλογή για να βγούμε από το σπιράλ της
κουλτούρας του θανάτου.
Και επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα
«Κάνεις εξετάσεις;» εσύ φίλε συνομιλητή θεωρείς ακόμη ότι μπορούμε να το περιορίσουμε
μόνο στις ιατρικές εξετάσεις;