Σκοτάδι πυκνό, λίγο πριν το χάραμα. Το χωριό των φτωχών και ανυποψίαστων ανθρώπων βυθισμένο στον ύπνο. Ξαφνικά η ησυχία της νύχτας διακόπτεται από τους αλαλαγμούς ανθρωπόμορφων τεράτων. Η φρίκη παραμονεύει. Κάποιοι πετιούνται τρομαγμένοι από τον ύπνο με προαίσθημα κακό. Τα παιδιά σε βαθύ ύπνο ακόμα ονειρεύονται. Και τότε, πριν ακόμα συνέλθουν από τον ύπνο, η πόρτα σπάει με τρομερό θόρυβο. Τα ουρλιαχτά των τεράτων είναι δίπλα τους. Το εκκωφαντικό κροτάλισμα από τις ριπές των όπλων τους γεμίζει τον αέρα. Οι γονείς ορμούν απελπισμένα να σώσουν τα παιδιά τους και οι φονικές σφαίρες τους σωριάζουν εκεί μπροστά τους. Τα παιδιά δεν θα ξυπνήσουν ποτέ. Το όνειρο πάγωσε. Η ζωή πάγωσε.
(Περιγραφή της σφαγής που διαπράχθηκε από αμερικανούς στρατιώτες σε χωριό του Αφγανιστάν, οι οποίοι σκότωσαν εν ψυχρώ και κατόπιν έκαψαν 16 ανθρώπους, εκ των οποίων 9 παιδιά και 3 γυναίκες.)
... Ήρθαν το πρωί φουριόζοι και βίαιοι. Μας ξεχώρισαν και μας άρπαζαν με τη βία και μας στοίβαζαν ασφυκτικά στα φορτηγά. Μετά από μια εξαντλητική πορεία φτάσαμε σε έναν ψυχρό χώρο με τρομαχτικούς θορύβους. Η ατμόσφαιρα ήταν μακάβρια δυσοίωνη και με έντονη την οσμή του αίματος. Το αίμα όλων μας πάγωσε. Καθώς μας ξεφόρτωσαν είδα στο πλήθος την μητέρα μου. Ήθελε να με πλησιάσει, μα δεν την άφησαν. Φώναζε, αλλά μάταια. Την χτύπησαν και την έσυραν στο κανάλι που δεν έχει επιστροφή. Πέρασε τη πόρτα και δεν την ξαναείδα. Με μανιώδη ταχύτητα περνούσαν όλοι από αυτήν την πόρτα και δεν τους ξαναέβλεπες. Και η οσμή του αίματος γινόταν όλο και πιο έντονη. Άκουγα μόνο τις κραυγές αγωνίας πίσω από την πόρτα και έτρεμα από το φόβο. Ήμουν ένα μωρό και μου έλειπε η μάνα μου... Τα χρήματα αλλάζουν χέρια. Η σακούλα με τα διαμελισμένα κομμάτια από το σώμα του νεαρού ζώου περνάει στα χέρια του αγοραστή. «Αρνάκι του γάλακτος! Είναι φρέσκο, το πρωί το έσφαξαν! Άστο λίγο στο ψυγείο να σιτέψει!»
(Περιγραφή της σφαγής ζώων που ως ρουτίνα διαπράττεται κάθε στιγμή σε όλο τον κόσμο.)
Ο «στρατιώτης» που δολοφονεί εν ψυχρώ αμάχους, ο «σφαγέας» που σφαγιάζει εν ψυχρώ ανυπεράσπιστα ζώα, ο «πελάτης» που ζητά να καταναλώσει τα «προϊόντα» της εκμετάλλευσης των ζώων είναι μόνο μερικά στιγμιότυπα αυτού που θα ονομάζαμε αυτόματο της καταπίεσης, όπου ο άνθρωπος σαν ένα μηχάνημα «εκκινείται» και μετά αυτόματα και χωρίς σκέψη ή συναίσθημα εκτελεί άμεσα ή έμμεσα την καταπίεση, δηλαδή την κάθε είδους αδικία όπως: στέρηση της ελευθερίας, εκμετάλλευση, σωματική και ψυχολογική βία, βασανιστήρια, εγκλήματα και φόνο, προς όποιον μπορεί χωρίς συνέπειες να το κάνει.
Τα παραπάνω στιγμιότυπα δεν είναι θέμα κάποιων ανθρώπων με ψυχολογικά προβλήματα, κάποιων που τρελάθηκαν ή οποιασδήποτε άλλης παραπλανητικής ερμηνείας που συνήθως χρησιμοποιείται προκειμένου να κουκουλωθούν περιστατικά κάθε φορά που έρχονται στην επιφάνεια. Ούτε επίσης είναι ασύνδετα και άσχετα μεταξύ τους όπως μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονται. Με προσεκτικότερη παρατήρηση τα παραπάνω περιστατικά ωμής καταπίεσης προς την ζωή συνδέονται στενότατα, αφού όλα τρέφονται και προέρχονται από έναν γενικευμένο κοινωνικό «αυτοματισμό» στην καταπίεση που έχει επιβληθεί και κυριαρχήσει. Γι αυτό και τα στιγμιότυπα του ανθρώπου-αυτόματου της καταπίεσης κατακλύζουν την καθημερινότητά μας και την επικαιρότητά μας, η οποία έχει εκφυλιστεί στην παρουσίαση αυτών των πολλών διαφορετικών μορφών της, από τις πιο ακραία βίαιες και σοκαριστικές έως τις πιο εκλεπτυσμένες και συγκαλυμμένες.
Είναι πλέον ολοφάνερο ότι έχουμε εισέλθει σε μια εποχή κορεσμού με την καταπίεση τόσο των ανθρώπων αλλά κυρίως των ζώων, αφού η έκταση του φαινομένου έχει λάβει την διάσταση μιας εκστρατείας κατά της ζωής και έχει γίνει ρουτίνα στον πλανήτη της ζωής. Μέσα σε έναν κόσμο που παραπαίει και παρακμάζει η καταπίεση έχει εκτοξευθεί στα ύψη και είναι το μόνο πράγμα που «ανθεί και ακμάζει». Η ανθρώπινη και μη ανθρώπινη ζωή αφαιρείται άδικα και χωρίς λόγο και ταυτόχρονα αποθεώνεται το έγκλημα και μηδενίζεται η λογική, το συναίσθημα, και η συνείδηση, μόνο και μόνο για να δικαιωθεί η αντίληψη της καταπίεσης, για να «περάσει το δικό της», δηλαδή η ματαιότητά της.
Αυτός ο κοινωνικός «αυτοματισμός» στην καταπίεση δεν είναι δεδομένος αλλά έγινε εφικτός με την γενίκευση της καταπίεσης των ζώων (τις τελευταίες 6 δεκαετίες) η οποία έχει εισβάλλει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας μας και υποσυνείδητα υποσκάπτει την αξία της ζωής και όλες τις θεμελιώδεις αξίες.
Η αισθανόμενη ζωή είναι το βασικό γνώρισμα του πλανήτη μας και έχει τις ίδιες ιδιότητες και χαρακτηριστικά είτε ανήκει σε άνθρωπο είτε ανήκει σε ζώο. Επομένως όταν αυτό το θεμελιώδες, ίδιο συστατικό αντιμετωπίζεται διαφορετικά όταν απαντάται σε ζώα από ότι όταν απαντάται σε ανθρώπους, τότε ο επικίνδυνος δρόμος της απαξίωσής του είναι διάπλατα ανοιχτός. Αυτό αναλογεί με το να βλέπουμε τον χρυσό άλλοτε ως χρυσό και άλλοτε ως κάτι ευτελές, κάτι που ανεπανόρθωτα τον κάνει να χάσει την λάμψη του και πλήττει την αξία του.
Έτσι με Παβλοφικό προγραμματισμό καταφέρθηκε ακριβώς αυτό και στο σύντομο διάστημα που μεσολάβησε το ανθρώπινο είδος μεταλλάχτηκε για τα μη ανθρώπινα ζώα σε ένα αυτόματο της καταπίεσης. Η ανθρωπότητα ομογενοποιήθηκε να μην βλέπει την καταπίεση των ζώων, ή αν την βλέπει, να μην της δίνει την πρέπουσα σημασία, να την ανέχεται και τελικά να την επιζητεί. Κατά τρόπο ανάλογο με τα φυλακισμένα και εξαρτημένα σκυλιά του Παβλώφ τα οποία «διδάσκονταν» από τον κύριο και κυρίαρχο τους να έχουν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά προκειμένου να «επιβραβευθούν» με τροφή, ο άνθρωπος, όμηρος, δέσμιος και εξαρτημένος από ένα σύστημα της καταπίεσης (ΣτΚ) «εκπαιδεύεται» να του «τρέχουν τα σάλια» για την καταπίεση των άλλων και για την δήθεν «επιβράβευση» που συνδέεται και συνδυάζεται με αυτήν.
Το τυποποιημένο ανακλαστικό που συνδέεται με την καταπίεση αυθαίρετα προωθήθηκε να κρίνεται πιο σημαντικό από τις αρνητικές συνέπειες της στα άλλα αισθανόμενα όντα και έτσι η ψευδαίσθηση της κατανάλωσης, της ευκολίας, της απόλαυσης, της τροφής, που συνδέθηκε με την καταπίεση έγινε η απόλυτη προτεραιότητα. Ο «αυτοματισμός» της καταπίεσης ισοπέδωσε και εκμηδένισε την αξία της ζωής και μαζί κάθε αξία, και έτσι σταθερά υπονομεύει κάθε πιθανότητα που θα επέτρεπε την ειρηνική και αειφόρο συνύπαρξη του ανθρώπου με τον περίγυρό του: τους άλλους ανθρώπους, τα ζώα και το οικοσύστημα.
Όμως δεν ήταν και δεν είναι εύκολο να δεχθεί ο άνθρωπος την καταπίεση και την άδικη συμπεριφορά προς τους άλλους. Ακόμα και σε περιπτώσεις πολέμου όπου κινδυνεύει άμεσα η ζωή τους, οι άνθρωποι έχει παρατηρηθεί ότι δυσκολεύονται τρομερά να αφαιρέσουν την ζωή του «εχθρού». Διαβάζουμε σχετικά στο κεφάλαιο Unnatural Born Killers
(Μη γεννημένοι από την φύση τους φονιάδες) του βιβλίου Why We Love Dogs, Eat Pigs, and Wear Cows (Γιατί αγαπάμε τα σκυλιά, τρώμε τους χοίρους και φοράμε τις αγελάδες) της Melanie Joy Ph
.D
.:
«Υπάρχει ένας μεγάλος όγκος στοιχείων που αποδεικνύουν την φαινομενικά φυσική αποστροφή των ανθρώπων για να σκοτώσουν. Μεγάλο μέρος της έρευνας σε αυτόν τον τομέα έχει διεξαχθεί από τον στρατό. Αναλυτές έχουν διαπιστώσει ότι οι στρατιώτες τείνουν σκόπιμα να πυροβολούν πάνω από το κεφάλι του εχθρού, ή να μην πυροβολούν καθόλου.
...
Τα ποσοστά χρήσης των όπλων από τους στρατιώτες στη πρώτη γραμμή ήταν αξιοσημείωτα χαμηλά από τους Ναπολεόντειους πολέμους μέχρι και το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο: ειδικά γι αυτόν ο ιστορικός του αμερικανικού στρατού ταξίαρχος S. L. A. Marshall ανέφερε ότι, κατά τη διάρκεια της μάχης, οι πυροβολισμοί ήταν μόλις 15 με 20 τοις εκατό. Με άλλα λόγια, στους εκατό άνδρες στη μάχη, μόνο 15 με 20 χρησιμοποιούσαν στην πραγματικότητα τα όπλα τους. Και στο Βιετνάμ, για κάθε αντίπαλο στρατιώτη που σκότωναν, ξοδεύονταν περισσότερες από πενήντα χιλιάδες σφαίρες.»
Επίσης δεν ήταν και δεν είναι εύκολο να δεχθεί ο άνθρωπος την καταπίεση προς τα ζώα.
Παρόλα αυτά, το σύγχρονο ΣτΚ βρήκε την λύση που θα εξαπατούσε την κοινή γνώμη: οι άνθρωποι μπορούν να μετατραπούν σε «αυτόματα» της καταπίεσης και να την εφαρμόζουν όταν δεν την βλέπουν ως καταπίεση, όταν αυτή έχει συγκαλυφτεί ως «υπεράσπιση της πατρίδας», ως «επάγγελμα», ως «κάλυψη της ανάγκης της τροφής», ή γενικά ως «κατανάλωση» στην (νεοφιλ)-«ελεύθερη» αγορά του.
Το όχημα για να γίνει κάτι τέτοιο ήταν η αξιοποίηση στο έπακρο της καταπίεσης των ζώων με την οποία καταφέρθηκε το ακατόρθωτο: το απόλυτο κακό να κυκλοφορεί και να εκλαμβάνεται ως καλό, το έγκλημα να μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο και έτσι να φαίνεται σαν κάτι αποδεκτό. Και όταν δεν υπάρχει επίγνωση του εγκλήματος, αυτό γίνεται θεσμός και διαπράττεται ως ρουτίνα.
Γι αυτό από το τέλος του 2ου Π.Π. το ΣτΚ εξαπέλυσε την πιο μεγάλη σε έκταση και πόρους εκστρατεία στην ιστορία η οποία μετέτρεψε την εκμετάλλευση των ζώων στην πιο «βαριά» βιομηχανία της ανθρωπότητας. Με το ψευδές και πλασματικό πρόσχημα της κάλυψης της ανάγκης της τροφής κυρίως (αλλά και των άλλων αναγκών όπως ένδυση, επιστήμη, ψυχαγωγία, κλπ), οι κοινωνίες κατακλύζονται συνεχώς με το «ζωντανό» παράδειγμα της καταπίεσης των ζώων.
Μια πρωτοφανής, λυσσαλέα και ολοένα εντεινόμενη εκστρατεία εναντίον των ζώων «φάρμας» βρίσκεται σε εξέλιξη και κατ’ επέκταση όλων των ζώων. Μέσω της καθιέρωσης μιας διατροφής με ζωικά χειραγωγείται με έμμεσο τρόπο η λογική και η συνείδηση των ανθρώπων και δημιουργείται το τέλειο άλλοθι που καμουφλάρει την καταπίεση και την περνάει ως αναγκαίο κακό.
Το πλέον θλιβερό όμως είναι ότι επειδή η εκστρατεία στοχεύει την πιο βασική ανάγκη του ανθρώπου, λειτουργεί ως μια συνεχής προπαγάνδα και ως ένας ανελέητος προγραμματισμός και τελικά ως άλωση της σκέψης: η αποδοχή μιας ξένης διατροφής ισοδυναμεί με την αποδοχή μιας ξένης λογικής. Επίσης, το μήνυμα της εκστρατείας στοχεύει κατευθείαν στην ταυτότητα του ανθρώπου και στην φυσική προδιάθεσή του για συμπόνια, από την οποία καταφέρνει να τον ξεκόψει.
Έτσι ο «αυτοματισμός» της καταπίεσης γίνεται σταδιακά η νέα «αυθόρμητη» προδιάθεση του ανθρώπου, και στηρίζεται σε πολλαπλούς διχασμούς με πρώτο και βασικότερο τον εσωτερικό διχασμό μεταξύ της φυτοφάγου ανατομίας του και της όψιμης «παμφάγου συνείδησής» του, η οποία θεωρεί τα άλλα είδη άνευ αξίας και αντικείμενα προς κατανάλωση. Από αυτόν τον εσωτερικό διχασμό τρέφεται στη συνέχεια ο εξωτερικός διχασμός προς τους άλλους ανθρώπους και το οικοσύστημα και το τεχνητό χάσμα μεταξύ ανθρώπου και ζώων.
Ο εκφυλισμός σε «αυτόματο» της καταπίεσης έχει συντελεστεί και από εκεί και πέρα οι άνθρωποι είναι εύκολο να εμπλακούν σε τεχνητές καταστάσεις και τεχνητές διαμάχες όπου πρέπει να γίνουν καταπιεστές και βίαιοι. Και έτσι ρίχνονται σε μια αρένα για την μοιραία κοκορομαχία μέχρι θανάτου και γύρω γύρω οι δυνάστες της ανθρωπότητας βλέπουν την μάχη και γελούν.
Μας βλέπουν να τρώμε τις «σάρκες» μας, δολοφονώντας και διαπράττοντας γενοκτονίες ανθρώπων στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας». Μας βλέπουν να εφαρμόζουμε την καταπίεση στο όνομα του «επαγγέλματος» υπακούοντας τους δικούς τους παρανοϊκούς νόμους και αγνοώντας την φωνή της συνείδησης. Μας βλέπουν να τρώμε τις σάρκες αθώων ζώων, δολοφονώντας και διαπράττοντας γενοκτονίες εις βάρος τους στο όνομα της «διατροφής» (το 98% από τα 55 δις ζώων – χωρίς να περιλαμβάνονται τα ψάρια - που θανατώνονται κάθε χρόνο από τον άνθρωπο είναι για τροφή). Μας βλέπουν τελικά να είμαστε βαθιά νυχτωμένοι στην απάτη τους και τρίβουν τα χέρια τους γιατί τρωγόμαστε μεταξύ μας συνωστισμένοι στην αρένα της καταπίεσης που μας έστησαν.
Όμως το ΣτΚ δεν μπορεί να παράγει καταπίεση χωρίς την δική μας μετατροπή σε αυτόματα της καταπίεσης. Και ο αυτοματισμός στην καταπίεση υπάρχει μόνο μέσα σε αυτήν την τεχνητή αρένα. Έξω από αυτήν δεν υπάρχει εχθρός (Ο εχθρός είναι ένα κατασκεύασμα). Έξω από αυτήν δεν υπάρχει καμία ανάγκη για «προϊόντα» που προέρχονται από ζώα (Η δήθεν διατροφή και η κάλυψη οποιασδήποτε άλλης ανάγκης με ζωικά είναι σκόπιμη απάτη και πλάνη). Έξω από την αρένα δεν υπάρχει λόγος για καταπίεση μεταξύ ανθρώπων και από τους ανθρώπους προς τα ζώα.
Γιατί εκεί έξω από αυτήν φαίνεται ξεκάθαρα η ματαιότητα της συγκυρίας που έχουμε βρεθεί και πόσο εντελώς παράταιρη είναι η αλλοίωση που έχουμε υποστεί με μια εποχή υποτιθέμενης ηθικής εξέλιξης του ανθρώπου αλλά και των εναλλακτικών επιλογών που υπάρχουν.
Επιπλέον έξω από την αρένα της καταπίεσης μας περιμένει το μεγαλειώδες πεδίο της πραγματικής ζωής και η επανασύνδεση με τον πραγματικό μας εαυτό, η επανασύνδεση με το αισθανόμενο και σκεπτόμενο ον, με την λογική και την φωνή της συνείδησης και η αποκατάστασή μας σε συνειδητούς φορείς της δικαιοσύνης.